- αναβάσιον
- ἀναβάσιον, το (Μ) [ἀνάβασις]σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασίου — ἀναβάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek